Χιμένεθ: «Κανείς δεν περίμενε να πάρουμε το πρωτάθλημα – Αναρωτιέμαι πώς συνέβη αυτό με τον Σαββίδη»
Μια τρομερή συνέντευξη στην οποία μίλησε για… όλα έδωσε ο Μανόλο Χιμένεθ. Ο Ισπανός τενχικός της ΑΕΚ μίλησε στην ιστοσελίδα «coachesvoice» και αναφέρθηκε στα τρία περάσματά του από την Ένωση, την κατάκτηση του πρωταθλήματος, τους λόγους για τους οποίους αποχώρησε το περασμένο καλοκαίρι αλλά και τους ανθρώπους που τον έχουν εμπνεύσει στην καριέρα του.
Το πρώτο θέμα, βέβαια, που κλήθηκε να μιλήσει ήταν για τον Ιβάν Σαββίδη και την… μπούκα του στο ματς του περσινού πρωταθλήματος, όταν ο Κομίνης δεν μέτρησε το γκολ του Βαρέλα, με τον Ισπανό προπονητή να αποκαλύπτει μια ατάκα που είχε υπωθεί στα αποδυτήρια μετά το εν λόγω συμβάν, με τους «κιτρινόμαυρους» να αναρωτιούνται τι θα είχε συμβεί αν ο ισχυρός άνδρας του ΠΑΟΚ είχε… βγάλει το όπλο πάνω στα νεύρα του!
Αποκάλυψε ότι δεν πήρε ποτέ τα χρήματα από την πρώτη του θητεία στην ΑΕΚ και δήλωσε πως επέστρεψε ξανά στην Ένωση για να την βοηθήσει και να την ανεβάσει ξανά στην κορυφή.
Αρχικά, ο Μανόλο Χιμένεθ αναφέρθηκε στα όσα συνέβησαν στο ματς με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα και την είσοδο του Ιβάν Σαββίδη στον αγωνιστικό χώρο.
«Στην κανονικά διάρκεια, δεν τον είδαμε να κουβαλάει όπλο. Έστειλα τους παίκτες στα αποδυτήρια όταν ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ (σσ. Ιβάν Σαββίδης) μπήκε στο γήπεδο συνοδευόμενος από τους σωματοφύλακές του. Συνειδητοποιήσαμε ότι είχε όπλο όταν είδαμε στα κινητά μας τις φωτογραφίες. Για μια στιγμή είπαμε “φαντάσου αυτός ο άνδρας στον θυμό του να το βγάλει έξω”. Περάσαμε τρεις ώρες στα αποδυτήρια. Ευτυχώς, η συμπεριφορά ανάμεσα στους παίκτες των δύο ομάδων ήταν πολύ καλή και δεν υπήρξε το παραμικρό πρόβλημα. Ακόμη αναρωτιέμαι πως συνέβη αυτό. Θέλω να πιστεύω πως ότι συνέβη εκείνο το βράδυ, συνέβη λόγω προηγούμενων γεγονότων που έγιναν στη διάρκεια της σεζόν».
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην κατάκτηση του τίτλου από την ΑΕΚ, παρότι δεν είχε το μεγαλύτερο μπάτζετ στο ελληνικό πρωτάθλημα, ενώ μίλησε και για τον τρόπο παιχνιδιού και την ελληνική νοοτροπία.
«Στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ο Ολυμπιακός είναι η ομάδα με το μεγαλύτερο μπάτζετ, η ομάδα που έχει κυριαρχήσει την τελευταία δεκαετία. Μετά από όλα αυτά, όμως, εμφανίστηκε ένας φιλόδοξος πρόεδρος, αυτός του ΠΑΟΚ, που αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη επένδυση για να πάρει το πρωτάθλημα στην Ελλάδα. Αλλά το πήρε μία άλλη ελληνική ομάδα που δεν το περίμενε κανείς. Εμείς.
Η ΑΕΚ απάντησε σε αυτό, ήμασταν μια ομάδα που δεν είχε το μεγαλύτερο μπάτζετ αλλά δουλέψαμε αρκετά. Δεν χρειάζεται να αγοράσεις τους πιο ακριβούς παίκτες αλλά να πάρεις τους καλύτερους στην καλύτερη δυνατή τιμή. Ήταν μια ομάδα που πόνταρε σε έναν Ισπανό προπονητή, ο οποίος είχε φιλοδοξίες. Στην αρχή του πρωταθλήματος κάναμε ένα καλό ξεκίνημα. Στο πρώτο ματς με τον ΠΑΟΚ μείναμε με δέκα παίκτες λόγω αποβολής του Αραούχο. Παρόλα αυτά πήραμε τη νίκη και εκείνη τη στιγμή ήμασταν τρεις πόντους μπροστά τους».
«Στο δεύτερο ματς στην Τούμπα, ήμασταν στο 0-0, ένα αποτέλεσμα που αξίζαμε μέχρι που δεχθήκαμε ένα γκολ στις καθυστερήσεις. Όμως, ο διαιτητής σταμάτησε και πήγε στον βοηθό για να συζητήσουν. Μετά από μερικά λεπτά, ο διαιτητής αποφάσισε να μην μετρήσει το γκολ για οφσάιντ. Εκείνη την στιγμή ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ μπήκε μέσα. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι, όμως, καθώς αυτό δεν εκπροσωπεί το ελληνικό ποδόσφαιρο και την κοινωνία».
«Είναι αλήθεια πως στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει πολύ πάθος και εκρηκτικό ταπεραμέντο, αλλά αυτό μένει μέσα στο γήπεδο. Έξω από αυτό, οι Έλληνες είναι ευχάριστα άτομα και πολύ φιλικοί. Ωστόσο, ο τρόπος που ζούνε το ποδόσφαιρο, κάνουν δύσκολη πολλές φορές την προσαρμογή σου σε αυτό. Στην δική μου περίπτωση, έπρεπε να αλλάξω τον τρόπο που προπονώ. Σιγά σιγά, όσο περνούσε ο χρόνος προσπαθούσα να περάσω στους παίκτες μου το ποδόσφαιρο που μαθαίνουμε στην Ισπανία: κατοχή, έλεγχο του ρυθμό, ομαδικό ποδόσφαιρο. Φυσικά, κανείς δεν μπορείς να παίξεις όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα, ούτε να έχεις τους παίκτες τους, αλλά μπορείς να βάλεις ποικιλία στο παιχνίδι σου. Με γέμιζε ικανοποίηση όταν οι συνάδελφοί μου μου έλεγαν πως η ομάδα μου μοιάζει περισσότερο σε ισπανική παρά σε ελληνική. Οι παίκτες μου μπορούσαν να αποστηθίσουν όσα τους έλεγα».
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στους λόγους αποχώρησής του από την ΑΕΚ.
«Η εξαιρετική μας δουλειά σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, μας επέτρεψε να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα. Είχαν περάσει 24 χρόνια χωρίς να το καταφέρει αυτό η ομάδα. Η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική, οι δρόμοι της Αθήνας γεμάτοι με οπαδούς. Αυτό το βράδυ, όλοι οι οπαδοί της ΑΕΚ ήταν εκστασιασμένοι. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού με σταματούσαν στον δρόμο για να μου δώσουν συγχαρητήρια: “Κόουτς, συγχαρητήρια”. Ήταν όλοι στοργικοί. Γι αυτό και μου κόστισε πολύ όταν έφυγα από την Αθήνα το περασμένο καλοκαίρι.
Η απόφασή μου να φύγω από την ομάδα δεν ήταν γιατί ζήτησα κάποια αύξηση στον μισθό μου, ούτε για όσα συνέβησαν με τον ΠΑΟΚ. Ο κόσμος δεν μπορούσε να καταλάβει. Ούτε οι φίλοι μου. “Γιατί να αλλάξεις το Τσάμπιονς Λιγκ για να προπονήσεις μια ομάδα δεύτερης κατηγορίας όωπς η Λας Πάλμας;” ήταν τα λόγια τους. Εγώ, όμως, το έκανα για οικογενειακούς λόγους. Όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούσαν να με κάνουν να μην πάω στην Ισπανία εκείνο το διάστημα».
«Παρά την προσωπική απόφαση που πήρα, έφυγε από την Ελλάδα πολύ χαρούμενους. Το δεύτερο πέρασμά μου από την ομάδα ήταν πολύ διαφορετικό από το πρώτο (2010-11), τότε έφυγε για λόγους όχι ποδοσφαιρικούς. Τότε είχαμε κατακτήσει το Κύπελλο και είχαμε κερδίσει την έξοδο στο Γιουρόπα Λιγκ. Ήταν μια καλή χρονιά στο πρωτάθλημα αλλά όχι και έξω από το γήπεδο. Ήμασταν πέντε μήνες απλήρωτοι. Σε εμένα η διοίκηση είχε προσφερθεί να με ξοφλήσει αλλά τους είπα πως αν δεν ξοφλήσουν τους παίκτες, δεν θέλω ούτε κι εγώ. Είμαστε μια οικογένεια στα αποδυτήρια.
Πριν επιλέξω τι θα κάνω είχα δύο επιλογές: να αφήσω τα πάντα και να επιστρέψω στην Ισπανία ή να ολοκληρώσω το πρωτάθλημα και να φτιάξω ξανά την εικόνα μου. Επέλεξα το δεύτερο, ειδικά όταν η ομάδα υποσχέθηκε να μας πληρώσει. Παρόλα αυτά συνειδητοποίησα τα ίδια πράγματα μετά από μερικές εβδομάδες. Υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν».
Ο Μανόλο Χιμένεθ θέλησε να μιλήσει και γι άλλα πράγματα, πάντως, εκτός από την ΑΕΚ. Αναφέρθηκε στους… εμπνευστές του, τον Κάρλος Μπιλάρδο και τον Λουίς Αραγονιές αλλά και για τον τόπο της καταγωγής του.
«Στο τέλος της σεζόν επέστρεψα στην Ισπανία χωρίς να με ξοφλήσουν και η ομάδα υποβιβάστηκε στην τρίτη κατηγορία ως τιμωρία για χρωστούμενα. Αυτή ήταν η εμπειρία μου στην Ελλάδα. Η πρώτη μου εμπειρία μακριά από την Ισπανία. Είχα περάσε όλη τη ζωή μου στη Σεβίλλη, από τότε που ήμουν παιδί. Πέρασα από όλες τις κατηγορίες μέχρι να φτάσω στην πρώτη. Έπαιξα 14 χρονιές με την ανδρική ομάδα. Χρόνια στα οποία πέρασαν δεκάδες προπονητές. Όλοι είχαν κάτι να μου πουν αλλά ο Κάρλος Μπιλάρδο και ο Λουίς Αραγονιές ήταν απίστευτα σε θέματα τακτικής, είναι οι δύο που με ενέπνευσαν και με επηρρέασαν περισσότερο ψυχολογικά.
Έλεγαν την αλήθεια στους ποδοσφαιριστές. Τους τα έλεγαν κατάματα. Εάν δεν εμπιστεύονταν έναν ποδοσφαιριστή, του έδιναν την ελευθερία να βρει μια… ζωή, κάπου αλλού. Ήταν μερικά από τα μαθήματα που άρχισα να μαθαίνω, όταν αποσύρθηκα στα 33 λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατο, νωρίτερα από ότι ήθελα».
«Όσα έμαθα στο ποδόσφαιρο είναι και όσα πρεσβεύω και όσα πιστεύω. Δεν ντρέπομαι να πω ότι είμαι Χριστιανός και Ισπανός. Ούτε ντρέπομαι για την Ανδαλουσιανή προφορά μου και ούτε ντρέπομαι να πω ότι είμαι από αυτή την πόλη. Όλοι έχουν ρίζες από κάπου. Οι δικές μου είναι αυτές και νιώθω περήφανος γι αυτό. Αυτό με κάνει να βλέπω τη ζωή μου με μια συγκεκριμένη οπτική. Όταν παίρνω μια απόφαση, το κάνω και αναλαμβάνω όλες τις συνέπειες που μου αναλογούν. Όπως και τώρα.
Είναι η τρίτη μου φορά στην ΑΕΚ σε διάστημα οκτώ ετών. Δεν νομίζω ν υπάρχουν πολλοί προπονητές που έχουν κάνει κάτι αντίστοιχο αλλά επέστρεψα γιατί θέλω να βοηθήσω. Η ομάδα είναι ξανά σε μια περίεργη κατάσταση, όπως ήταν και παλαιότερα και στόχος μου είναι να την ανεβάσουμε ψηλά ξανά. Να την βγάλουμε στην Ευρώπη και να πάρουμε έναν τίτλο.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που ήρθα εδώ. Μένω στην ίδια περιοχή όπως και στη δεύτερη θητεία μου, σε μία πολύ όμορφη περιοχή της Αθήνας. Οι γείτονες με γνωρίζουν. Οι γείτονες με καλωσόρισαν με ένα πλατύ χαμόγελο που με είδαν ξανά. Ακόμη και όταν πάω στο σούπερ μάρκετ, με χαιρετάνε και με ενθαρρύνουνν. Η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα συμβαίνουν ασυνήθιστα πράγματα, όπως αυτό πέρυσι (σσ. στην Τούμπα). Όλα αυτά όμως δεν αλλάζουν το τι νιώθω. Η Σεβίλλη είναι το σπίτι μου αλλά εδώ πλέον έχω βγάλει… ρίζες».